- υποσυνάπτω
- Α [συνάπτω]εκτελώ ὑποσυναφή*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποσυναφή — ἡ, Α [ὑποσυνάπτω] (κατά τον Βακχεί.) «ὑποσυναφὴ δὲ ἐστιν ὅταν δύο τετραχόρδων ἀνά μέσον γένηται ἡ διὰ τεσσάρων συμφωνία, καὶ οἱ ὁμογενεῑς φθόγγοι κατὰ τοὺς πέντε τόνους συμφώνως πρὸς ἀλλήλους» … Dictionary of Greek